- χαραμάδα
- ησχισμή τοίχου, πόρτας κ.ά. Κοίταξε από τη χαραμάδα της πόρτας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαραμάδα — και δ. γρφ. χαραμίδα, η, Ν επίμηκες άνοιγμα, σχισμή ή μικρό κενό διάστημα κατά την αρμογή τών τμημάτων ενός όλου ή ως αποτέλεσμα βλάβης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάραμα + κατάλ. άδα (πρβλ. σκισμ άδα), ενώ ο τ. χαραμίδα με κατάλ. ίδα (πρβλ. σταλαμ ίδα)] … Dictionary of Greek
αραλίκι — το 1. χαραμάδα, ραγισματιά 2. ανάπαυση, νωθρότητα, τεμπελιά 3. κατάλληλη περίσταση, ευκαιρία 4. άνεση, ευρυχωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. aralik «μέσον, διάστημα τόπου και χρόνου»] … Dictionary of Greek
αρμός — ο (AM ἁρμός) 1. η συναρμογή δύο αντικειμένων 2. η άρθρωση ή η κλείδωση των οστών νεοελλ. 1. ρωγμή, χαραμάδα 2. κορυφή βουνού ή λόφου αρχ. το μάνταλο της θύρας … Dictionary of Greek
κλειθρία — κλειθρία, ιων. τ. κληϊθρίη, ἡ (Α) [κλείθρον] (ενν. οπή) 1. η οπή τής κλειδωνιάς, η κλειδαρότρυπα 2. σχισμή, χαραμάδα πόρτας («δείξας τῇ χειρὶ πόρρωθεν ἀμαυρόν τι καὶ λεπτόν ὥσπερ διὰ κλειθρίας ἐσρέον φῶς», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek
κλειθρίδιον — κλειθρίδιον, τὸ (Α) 1. μικρή οπή κλειδαριάς 2. μικρή χαραμάδα πόρτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεῖθρον + υποκορ. κατάλ. ίδιον, πρβλ. λαγω ίδιον, νυμφ ίδιον] … Dictionary of Greek
ραγάδα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 630 μ.), στην πρώην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Φιλλύρας. * * * η / ῥαγάς, άδος, ΝΜΑ 1. ρωγμή, μικρή σχισμή, ράγισμα, χαραματιά, χαραμάδα, σκασιματιά 2. ιατρ. γραμμοειδής σχισμή τού… … Dictionary of Greek
σκασιματιά — η, Ν 1. άνοιγμα σε μήκος τής επιφάνειας στερεού σώματος, σκάσιμο, ράγισμα 2. σχισμάδα, χαραμάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκάσιμο, ατος + κατάλ. ιά (πρβλ. λαβωματ ιά, σταλαγματ ιά)] … Dictionary of Greek
στοκάρω — Ν καλύπτω επιφάνεια ή ανωμαλία ή φράζω οπή ή χαραμάδα με στόκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. stoccare (βλ. λ. στόκος)] … Dictionary of Greek
στουπώνω — και στυπώνω Ν [στουπί / στυπείο] 1. φράζω οπή ή χαραμάδα με στουπί 2. τοποθετώ στυπόχαρτο σε χειρόγραφο για να απορροφηθεί το μελάνι 3. στουμπώνω, παραγεμίζω … Dictionary of Greek
χάλασμα — άσματος, το, ΝΑ [χαλῶ] νεοελλ. 1. το να χαλάει, να καταστρέφεται κάτι 2. κατεδάφιση 3. ερείπιο («βγήκε σαν φάντασμα από τα χαλάσματα») 4. (για τρόφιμα) αλλοίωση, αποσύνθεση, σήψη 5. (για καιρικές συνθήκες) επιδείνωση αρχ. 1. κατάσταση χαλάρωσης… … Dictionary of Greek